γνευτός

γνευτός
η , ό см. γνεφτός 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γνευτός" в других словарях:

  • Γνευτός, Παύλος — (Σύμη 1862 – Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1956). Ποιητής. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά συμπλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα. Σπούδασε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εργαζόμενος παράλληλα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»